απλάνιστος

απλάνιστος
κ. απλανιάριστος, -η, -ο [πλανίζω]
1. αυτός που δεν πέρασε από πλάνη ξυλουργού, αροκάνιστος
2. ασυμμόρφωτος
3. αγροίκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απλάνιστος — η, ο αυτός που δεν είναι πλανισμένος· μτφ., απολίτιστος, αγροίκος: Παρ όλα τα χρήματά του είναι απλάνιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπλανος — η, ο 1. ο απλάνιστος 2. (για άνθρωπο) άκομψος, άγαρμπος, ασουλούπωτος …   Dictionary of Greek

  • αροκάνιστος — η, ο απλάνιστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”